- ἐπιγύαλος
- ἐπιγύᾰλος [ῠ], ον,A hollow on the surface, dub.l.in S.OC1492 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιγύαλος — ἐπιγύαλος, ον (Α) με κοίλη επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γύαλος «κοίλος»] … Dictionary of Greek